- λάμπω
- (AM λάμπω)1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ.δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.)2. (για το πρόσωπο, για την όψη) έχω ζωηρή ή ωραία έκφραση (α. «έλαμψαν τα μάτια του από τη χαρά» β. «φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ», Αριστοφ.)3. διαπρέπω σε κάτι διακρίνομαι, δοξάζομαι, φημίζομαινεοελλ.1. αστράφτω από καθαριότητα2. φρ. α) ειρων. «έλαμψε διά τής απουσίας του» — έγινε αισθητή η απουσία τουβ. «έλαμψε η αλήθεια» — αποδείχθηκε η αλήθεια, αποκαλύφθηκε η πραγματικότηταμσν.1. φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι2. θερμαίνω3. φρ. «λάμπει καιρός» — παρουσιάζεται κάποια ευκαιρία(μσν. -αρχ.) κάνω κάτι να λάμπει, φωτίζωαρχ.(για ήχο) είμαι ευκρινής.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λάμπω καθώς και τα παράγωγά του εμφανίζουν στο θέμα τους έρρινο στοιχείο (-ν / μ-): λάμπω, θ. λαμπ < ΙE *la[i]p- «λάμπω, καίω» — οι λ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών που ανάγονται στην ίδια ρίζα και με τις οποίες συνδέεται η λεξιλογική οικογένεια τού λάμπω δεν εμφανίζουν έρρινο στοιχείο (πρβλ. χεττιτικό lap-zi «καίω, λάμπω», lap-nu-zi «κάνω κάτι να καεί», λιθουαν. lope «φως», λεττον. lāpa «δαυλός, λαμπάδα»). Θέμα λαμπ-εμφανίζουν αρκετά ανθρωπωνύμια (πρβλ. Λάμπυρις, Λάμπων, Λάμπιτος).ΠΑΡ. λαμπάδα(-άς), λαμπερός, λαμπηδόνα, λαμπρός, λάμψηαρχ.λαμπέτης, λάμπημσν.λαμπή, λάμπημανεοελλ.λάμπος, λάμψιμο.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λαμπακτίςνεοελλ.λαμποκόπι, λαμποκοπώ. (Β' συνθετικό) αναλάμπω, διαλάμπω, διεκλάμπω, εκλάμπω, επιλάμπω, καταλάμπω, υπολάμπωαρχ.αντιλάμπω, απολάμπω, εισλάμπω, ελλάμπω, παραλάμπω, περιλάμπω, προεκλάμπω, προκαταλάμπω, προλάμπω, προσλάμπω, συναναλάμπω, συναπολάμπω, συνεκλάμπω, συνεπιλάμπω, υπερεκλάμπω, υπερλάμπωνεοελλ.τρεμολάμπω, χρυσολάμπω].
Dictionary of Greek. 2013.